πληθύνεσθε

πληθύνεσθε
πληθύ̱νεσθε , πληθύνω
increase
pres imperat mp 2nd pl
πληθύ̱νεσθε , πληθύνω
increase
pres ind mp 2nd pl
πληθύ̱νεσθε , πληθύνω
increase
imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • плодитисѧ — ПЛО|ДИТИСѦ (8*), ЖОУСѦ, ДИТЬСѦ гл. 1.Плодиться, производить потомство: пещерѹ же || имѧше ѹтрь въ домѹ своѥмь, ѹѥна же плодѧшесѧ в неи. (γειτνιοζον!) ГА XIV1, 234а–б; си пазуха мѡрьска˫а. си˫а роды плодитъ и кормить. а она другиѣ. ˫аже в сеи… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αγαμία — Η κατάσταση του αγάμου. H α. καταδικάστηκε από τους αρχαίους νομοθέτες. Στην αρχαία Σπάρτη, ήταν παράπτωμα, και οι άγαμοι παραπέμπονταν σε δίκη. Η σχετική αγωγή λεγόταν αγαμίου γραφή,και υπήρχαν επίσης δίκες οψιγαμίου και κακογαμίου.Στους… …   Dictionary of Greek

  • κατακυριεύω — (AM κατακυριεύω) είμαι ή γίνομαι κυρίαρχος κάποιου, καθυποτάσσω («αὐξάνεσθαι καὶ πληθύνεσθε, καὶ πληρώσατε τὴν γῆν, καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς», ΠΔ) μσν. βλάπτω …   Dictionary of Greek

  • πληθύνω — ΝΜΑ 1. πληθαίνω, πολλαπλασιάζω, αυξάνω κάτι ως προς τον αριθμό 2. (αμτβ.) αυξάνομαι, πολλαπλασιάζομαι (α. «οι στάνες να πληθύνουν» β. «ἐπλήθυνεν ὁ λαὸς καὶ ἴσχυε σφόδρα», ΠΔ) 3. μέσ. πληθύνομαι αυξάνομαι (α. «πληθύνονται τα προβλήματα» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”